- σκηνοθετώ
- σκηνοθετώ, σκηνοθέτησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σκηνοθετώ — έω, Ν [σκηνοθέτης] 1. εκτελώ τη σκηνοθεσία θεατρικού και, γενικότερα, καλλιτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας 2. μτφ. προετοιμάζω και διενεργώ μια πράξη προκειμένου να παραπλανήσω ή να ενοχοποιήσω κάποιον («τα επεισόδια στη χθεσινή… … Dictionary of Greek
σκηνοθετώ — σκηνοθέτησα, σκηνοθετήθηκα, σκηνοθετημένος 1. ανεβάζω στη σκηνή θεατρικό έργο ή γυρίζω κινηματογραφική ταινία ή τηλεοπτικό έργο, διδάσκω τον τρόπο ερμηνείας του έργου: Η ταινία «Ιβάν ο Tρομερός» σκηνοθετήθηκε από τον Αϊζενστάιν. 2. καταφεύγω σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθοδεύω — (ΑM μεθοδεύω) [μέθοδος] κάνω κάτι με μέθοδο, εκτελώ κάτι με σύστημα και με τέχνη νεοελλ. 1. οργανώνω συστηματικά και εκ τού αφανούς κάτι επιδιώκοντας ορισμένο σκοπό, κατευθύνω, σκηνοθετώ («μεθοδεύουν φιλοτουρκική λύση τού κυπριακού») 2. (η μτχ.… … Dictionary of Greek